- κατέχευεν
- καταχέωpour down uponaor ind act 3rd sg (epic)καταχέωpour down uponimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε … Dictionary of Greek
BUBULCI — iam Siracidis aetate contemptim habiti, vide Ecclesiastic. c. 38. v. 26. unde nihil mirum, quod in Theocriti Bucolisco Eunica puella bubulcum hôc sermone repellat, ἔῤῥ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο. Βωκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι, τάλαν: οὐ μεμάθηκα Α᾿γροίκως φιλέειν … Hofmann J. Lexicon universale
SAMGAR — fil. Anath, Iudex in Israel, Iudic. c. 3. v. 31. Percussit ex Philistaeis 600. stimulô boum, A. M. 2720. Quod an solus fecerit, aut tumultuariâ rusticorum turmâ comite, Scriprura Sacra non desinit. Utut sit, hoc notabile, quod non aliô telô, quam … Hofmann J. Lexicon universale
ψιάς — άδος, ἡ, Α σταγόνα («αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε [Ζεύς]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., όπως και το συνώνυμο ψακάς*, που συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν «τρίβω». Το θ. ψι τού τ. παραπέμπει στον σχηματισμό τού ρ. ψίω … Dictionary of Greek